Στίχοι
01. Βενιαμίν ο Γαΐδαρος
Καλωσορίσατ’ άνθρωποι απ’τα μακριά σας μέρη.
Θαρρώ πως κάποιο άκουσμα εδώ σας έχει φέρει.
Η ιστορία που θα σας πω μιλάει καταρχήν,
για κάποιον γάιδαρο σοφό, που λέγαν Βενιαμίν.
Απ’ όταν νέος ο γάιδαρος, σε φάρμα κατοικούσε
κι ο μέθυσος αφέντης του μαστίγιο κρατούσε.
Μια νύχτα ανοιξιάτικη, σεβάσμιος κάπρος γέρος,
προφήτευσε επανάσταση το ίδιο εκείνο θέρος.
Τα ζώα ξεσηκώθηκαν να διώξουν τον αφέντη.
Ευκόλως το πετύχανε και ξέσπασαν σε γλέντι.
Ο Βενιαμίν ο γάιδαρος σε μια γωνιά καθόταν.
Κανείς δεν ήξερε να πει αν χάρηκε ή λυπόταν.
Μια μέρα απ’τις επόμενες, τι νιώθει ερωτήθει.
Ατάραχος τους κοίταξε και να τι αποκρίθει.
«Πολύ καιρό ενός γάιδαρου εδιαρκεί το βιος του.
Κανείς σας γάιδαρο νεκρό δεν έχει δει εμπρός του.»
Κανένα ζώο δεν νόησε του γάιδαρου τα λόγια,
και σύνθημα εφωνάζανε, «κατάρα στα δυο πόδια».
Μια μέρα απ’τις επόμενες, τι νιώθει ερωτήθει.
Ατάραχος τους κοίταξε και να τι αποκρίθει.
«Πολύ καιρό ενός γάιδαρου εδιαρκεί το βιος του.
Κανείς σας γάιδαρο νεκρό δεν έχει δει εμπρός του.»
Κανένα ζώο δεν νόησε του γάιδαρου τα λόγια,
και σύνθημα εφωνάζανε, «κατάρα στα δυο πόδια».
Εκπαίδευσαν μαντρόσκυλα, τάχα για προστασία,
μα είναι γλυκιά κι εθιστική στα χέρια η εξουσία.
Τα ζώα σαν σκλάβοι δούλευαν να βγάλουν το κριθάρι.
Με μπύρα οι αρχηγόκαπροι μεθούσαν στο κελάρι.
Αυτά μυαλό δεν είχανε, μα κάτι τα ενοχλούσε.
Πεινούσαν, αδυνάτιζαν και ο καιρός περνούσε.
Ώσπου μια μέρα σάστισαν και θόλωσε ο νους τους.
Στα δυό ποδάρια να πατούν, είδαν τους αρχηγούς τους.
Απόρησαν και στα κρυφά τους πήρανε κατόπι
κι είδαν εκείθε να γλεντούν, γουρούνια και ανθρώποι.
Τα πρόβατα εφώναζαν, κι ας φαίνεται αστειο,
«Καλά τα πόδια τέσσερα, μα κάλλιο είναι τα δύο».
Ο Βενιαμίν πια γέροντας, με γκρίζα τη γενειάδα
κι η φίλη και συντρόφισσα, η Κλόβερ η φοράδα,
ξεκίνησαν χαραματα της ξενιτιάς το δρόμο
κι η Κλόβερ τη μουσούδα της του ακούμπησε στον ώμο.
Απ’ τ’ αλογίσιο μάτι της κρεμάστηκε ενα δάκρυ
κι ο Βενιαμίν της μίλησε στου δρόμου εκεί την άκρη.
«Στης ιστορίας την άμαξα, όλοι διαλέγουν θέση.
Άλλος θε να’ ναι οδηγός, σ’άλλον να σέρνει αρέσει,
άλλος επιβιβάζεται τη θέα να ρεμβάζει
κι άλλος σαν βλέπει να περνά, πού πάει δεν τον νοιάζει.
Δε θα σου πω να μην πονάς, μήτε να μη λυπάσαι,
μα όλα είν’ άμαξας τροχός, κι αυτό να το θυμάσαι.»
02. Του Τεμπέλη
Σαν θα ξυπνήσω το πρωι φτιαχνω καφε κι αραζω
Τις κάλτσες απ’ τα πόδια μου καμιά φορά αλλάζω
Αυτούς που τρέχουν για δουλεια απ’το ρετιρε κοιταζω
Περνάει κάνα μισάωρο κι αρχιζω να νυσταζω
Βαριέμαι να ξαπλώσω λέω να πάω στου Βαγγέλη
Να βγω να περπατήσω μη με πούνε και τεμπέλη
Φοράω το μπουρνούζι μου κι ένα γυαλί στυλάτο
Για το Βαγγέλη ξεκινώ που μένει από κάτω
Θέλω κάνα 10λεπτο να κατεβώ τις σκάλες
Ακόμα δε συνήλθα από τις χθεσινές κραιπάλες
Αφού κάνα 4ωρο περνάει στου Βαγγέλη
εγώ θέλω να φύγω μα το σώμα μου δε θέλει
Τα δυνατά μου βάζω και σηκώνομαι εν τέλει
Μη δώσω και δικαίωμα για να με πουν τεμπέλη
Στο σπίτι τρέχω βιαστικά να πάω να ξαπλώσω
Χρειάζομαι ξεκούραση, το βράδυ θα σουρώσω
Θαμώνας έχω γίνει στο μπαράκι το Ναυάγιο
που κάθε βράδυ βρίσκω να τα πίνει κάποιον άγιο
Του λέω «παππού τί πίνεις;» και μ ’αρχίζει τα δικά του
πόσο του ’χουνε λείψει τα παλιά αμαρτήματά του
Για κάνα δυοράκι με σοφίες με ζαλίζει
Θα κάνω ότι ακούω αρκεί την κούπα να γεμίζει
Θα λέει, θα λέει, θα λέει, θα περιμένω να τελειώσει
Ας λέει ό,τι θέλει αφού στο τέλος θα πληρώσει
Θα κουραστώ λιγάκι να σηκώνω το ποτήρι
μα αν θέλει να τσουγκρίσουμε δεν του χαλάω χατίρι
Θα γίνω πάλι τύφλα δε θα βλέπω ούτε τη μύτη
και κάποιος άγιος θα βρεθεί για να με πάει σπίτι
03. Το πλοίο του χειμώνα
Το πλοίο ξημερώματα γυρνάει στη χαβούζα.
Για να τ’ αντέξω έχω πιει δυο καραφάκια ούζα.
Βλέπω το βρωμολίμανο, «Σταμάτα καπετάνιο!
Κάνε στροφή να φύγουμε, θα μείνω εδώ πάνω.»
Με πιάνουν απ’ το πλήρωμα και με πετάνε όξω.
Τρώω ένα παλιοσάντουιτς τον πόνο μου να διώξω.
Ψάχνω να βρω κάνα ταξί. Κανένα δε με παίρνει,
γιατ’ είν’ η κούρσα κοντινή. Το αίμα μου ανεβαίνει.
Πετάω το σακίδιο να πάω με τα πόδια
κι αναφωνώ εις τα ταξί «Είστ’ ένα μάτσο βόδια!»
«Μπράβο» μου λέει μια κοπελιά. Τη βλέπω και παθαίνω.
Ψιλή κουβέντα πιάνουμε, το όνομα μαθαίνω.
Και να σου τότε η μάνα της που ήρθε να την πάρει.
Μπήκε στ’ αμάξι έφυγε και πήρα ένα… “atari”
Αρπάζω το σακίδιο, το πείσμα μου με πιάνει.
Ξανά σε πλοίο θε να μπω, γυρνάω στο λιμάνι.
Βλέπω ένα σαπιοκάραβο. Πειρατικό μου μοιάζει.
Θα μπω να βρω το πλήρωμα. Που πάει, δε με νοιάζει.
Πατάω στο κατάστρωμα και να σου ο captain Τζίμης.
«Πού πας μικρέ και τί ζητάς; Τί πίσω σου αφήνεις;»
«Αγάντα καπετάνιο μου και μην κοιτάμε πίσω,
ούτε στιγμή να μη σκεφτώ τι πίσω μου θ’ αφήσω.»
Με κοίταξε μ’ ένα βαθύ συλλογισμένο βλέμμα
κι αρχίσαμε να λύνουμε τους κάβους έναν έναν.
Το πλήρωμα ξυπνήσαμε κι αρχίσαμε τα ρούμια.
Για Σύρο πλώρη βάλαμε να πάρουμε λουκούμια.
Κι ύστερα στάση Αμοργίο για σπιτική ψημμένη
και βουρ για τη Μεσόγειο προτού μας βρει μελτέμι.
Στο πέλαος ανοιγόμαστε και πάμε γι’ άλλα μέρη.
Αφού χειμώνας έρχεται, θα βρούμε καλοκαίρι.
Το γλέντι μεσοπέλαγα σιγά σιγά φουντώνει
κι ο captain Jim ο πειρατής να πίνει στο τιμόνι.
Φωνή τραχιά και βροντερή το αίμα μας παγώνει.
Καθώς κοιτά προς τα πανιά, την κούπα του υψώνει.
«Καταραμένοι και τρελοί! Απόκληροι και μόνοι!
Θ’ αφήσουμε τον άνεμο να πάρει το τιμόνι!»
04. Ο Τσίφτης κι ο Μαρκήσιος
Ημέρα ηλιόλουστη σ’ ερημική κοιλάδα
Κάπου στην Πελοπόννησο ή κάπου στη Γρανάδα
Σε δέντρο που ο ίσκιος του παχύς ήταν κι ωραίος
Πουλί καθίζει στο κλαδί, έποπας ρωμαλαίος
Ευθύς το δέντρο τον ρωτά «Κράτηση έχετε κάνει»
Μα το πουλί δεν τσίμπησε, τα λόγια του δε χάνει
«Ασε ρε φίλε να χαρείς και ειμαι κουρασμένος.
Σιγά μην εισαι reserve! Σου μοιάζω για βλαμμένος»
«Καλώς τον και συμπάθα με τα’αστείο αν σε πειράζει
Μα η ησυχία που’χει εδώ καμιά φορά κουράζει.
Για πες μου αν επιτρέπεται, για πού εχεις κινησει;
Τρέχει ο χρόνος σου γοργά ή έχει σταματήσει;»
«Ωραία τα λες ακούνητε, δεκτό το καλαμπούρι.
Ρίχνω κι εγώ μια κουτσουλιά για να σου φέρει γούρι.
Φτεροκοπάω στα μέρη αυτά και Τσίφτη με φωνάζουν
Γλεντάω δίχως αύριο, τα άλλα δε με νοιάζουν.»
«Χαίρω πολύ, Μαρκήσιος, μα πες μου πώς συμβαίνει,
Να έχει κάποιος τα φτερά κι ανόητος να μένει;
Δε λέω να ’σαι μουρόχαυλος, ούτε να μη γλεντήσεις,
μα δε σε τρώει η θέληση τον κόσμο να γυρίσεις;
Έχεις στους ώμους σου φτερά» «Κάτσε να τα τινάξω»
«Ας τα ’χα εγώ από ψηλά τον κόσμο να κοιτάξω,
για μια στιγμή να ξέφευγα από το ριζικό μου,
μα είναι η ρίζα μου βαθιά στο χώμα το δικό μου.»
«Τι να σου πω Μαρκήσιε; Αλήθεια λέω σε νιώθω.
Όμως δεν τον εγνώρισα ποτέ μου αυτό τον πόθο.
Εμένα ας μ’ άφηνες εδώ παρέα μ’ ένα μπουκάλι…».
Το δέντρο ρίχνει έναν καρπό στου Τσίφτη το κεφάλι.
«Συγνώμη παραφέρθηκα, μα μ’ έχεις εκνευρίσει.
Ή με δουλεύεις φανερά ή όντως έχεις λαλήσει.»
«Εντάξει μάλλον σου ’φυγε η όρεξη γι’ αστεία.
Για να περνάει η ώρα μας λέμε καμιά βλακία.
Δε λέω, καλά είναι να πετάς, μα το ’χω συνηθίσει.
Εικόνες έχω δει πολλές που μ’ έχουν συγκινήσει.
Όμως για στάσου, φαίνεται ότι σου βρήκα λύση.
Θες να πετάξεις μια στιγμή; Να, πιες λίγο χασίσι»
«Σβήσ’ το αυτό ηλίθιε, φωτά θες να μ’ ανάψεις;
Μα πιότερο από μένανε, το νου σου εσύ θα κάψεις.
Κι άσε που ίσως τα τρίφυλλα, συγγενικά μου να ’ναι…»
«Ε, αφού κάποιος τα έκοψε, χαμένα να μην πάνε.
Τι με κοιτάς έτσι στραβά; Καλά καλά το σβήνω.
Μα μ’ έχεις τόση ώρα εδώ κι ούτε νερό δεν πίνω.
Και με τις εξυπνάδες σου, περνάει αργά ο χρόνος.
Θα φύγω και θα μείνεις ‘δώ ασάλευτος και μόνος.»
«Να λοιπόν πάρε έναν καρπό. Το νου σου στο κουκούτσι.»
«Ωραίος καρπός! Μου θύμισε τη ρώγα της Μπελούτσι.» .
«Σταμάτα πανηλίθιε να σκέφτεσαι όλο στήθια.
Καθάρισε το ράμφος σου και άκου μιαν αλήθεια.
Εγώ στέκω ασάλευτος κι ο κόσμος προσπερνάει.
Γιατ’ είν’ ο ίδιος άνεμος που όλη τη γη περνάει.
Άλλα τα φέρνει από ’δώ κι αλλού μαζί του πάνε
κι άλλα κι αν δεν κινούν ποτέ τον άνεμο ακουμπάνε.»
«Γειά σου ωρέ Μαρκήσιε με τους ωραίους καρπούς σου!
Φυτρώνουν πράγματα σοφά στους λόγους τους δικούς σου.
Γι’ αυτό και στα ταξίδια μου από δώθε θα περνάω.
κι εσυ που ζεις περσότερο, θα βλέπεις να γερνάω.
Γιατί για σκέψου λίγο εμέ, με προίκισε η φύση,
Να ’χω φτερά και να πετώ σ’ ανατολή και δύση,
όμως δε μου ’δωσε καιρό να ψάχνω για σοφία
κι έτσι διαλέγω ένταση, ηδονή κι ελευθερία.»
Του Τσίφτη παραδέχτηκε ο Μαρκήσιος τους λόγους
κι έγιναν φίλοι πια καλοί. Πολλούς κάναν διαλόγους.
Ο ένας είχε τα φτερά και έφερνε εικόνες.
Κι ο άλλος του μετέφερε σοφία απ’ τους αιώνες.
Ώσπου μια μέρα έφτασε ο Τσίφτης κουρασμένος
και ο Μαρκήσιος πρόσεξε πόσο ήταν γερασμένος.
«Γεια σου παλιόφιλε καλέ, δε θα ξαναπετάξω.
Ήρθα μια τελευταία φορά στον ίσκιο σου ν’αράξω.»
Τα μάτια του τα έκλεισε και έπεσε στο χώμα
και στου Μαρκήσιου τον κορμό κύλησε μια σταγόνα
Το κεχριμπάρι στάθηκε εκεί για έναν αιώνα
Κι οι ρίζες αγκαλιάσανε του έποπα το σώμα.
05. Που πάς μικρέ
Ξέρω ζαλίζεσαι κι ακροβολίζεσαι μες σε καινούριες φωτιές
Γραβάτα σφίγγεις τα μάτια ανοίγεις κρυφά έχεις μάθει να κλαις
Μου συλλαβίζεις κανόνες και ρήσεις και κρύβεις βαθιά τις πληγές
Πού πας μικρέ, μας πήρανε τη φαντασία μας
Χάνεις τον ύπνο κοιμάσαι στον ξύπνιο σου σ’ έπεισαν πάλι πως φταις
Μου βασανίζεσαι μη χαραμίζεσαι που έχεις τόσα να πεις
Πάλι ζορίζεσαι, φευγιό ορκίζεσαι, μα μένεις πάντα απαθής
Πού πας μικρέ, μας πήρανε τη φαντασία μας
Πού πας μικρέ, τσιμέντωσαν την παραλία μας
Πού πας μικρέ, μας πήρανε τη φαντασία μας
Πού πας μικρέ, τσιμέντωσαν την παραλία μας
Ξεχνάς μικρέ, τη χάσαμε τη φαντασία μας
06. Μικρή ονειροβασία
Πάρ’ το σύννεφο και πέτα. Κάν’ τα ρούχα σου πανιά.
Την αγάπη μου γαλέτα. Τα μολύβια σου κουπιά.
Βάλ’ την τσάσκα σου στην πλώρη, να μαζεύει τη βροχή.
Κι αν κρυώνεις, πανωφόρι θα σου στείλω μια ευχή.
Στις φουρτούνες σου τραγούδα, να γλυκαίνεις τον καιρό
κι αν βουλιάξεις, ταρταρούγα θα σε βγάλει στον αφρό.
Απ’ το πιο βαθύ ποτάμι στην ψηλότερη κορφή
το τραγούδι μου θα φτάνει σαν το χάδι να σε βρει.
Να μετράς γλυκά τις νύχτες, ώσπου να φανεί η ακτή.
Γύρνα γρήγορα κοντά μου, που κοιμάμαι μοναχή.
Θα μετρώ γλυκά τις νύχτες να περάσει ο καιρός
να ‘ρθω γρήγορα κοντά σου που ‘ναι ο κόσμος πιο απλός.
Από ανατολή σε δύση κι από νότο σε βορρά,
η ανάσα μου θα σε βρει να μπλεχτεί μες το μαλλιά.
Και στη σάρκα σου ο ήλιος όταν δύει απαλά,
θα ‘ρχομαι στα όνειρα σου να σου φέρνω δυο φιλιά.
Και στη σάρκα σου ο ήλιος θ’ ανατέλλει απαλά.
Πριν ανοίξουνε τα μάτια θα σου στέλνω δυο φιλιά.
07. Οπτασία
Έπεσα πάλι μες στου ερέβους τις σκιές
κι είδα τον τρόμο μου να ξεπροβάλλει.
Ήρθ’ένα γέλιο σου, ταξίδι απ΄το χθες
κι είδα ένα όνειρο πως ήρθες πάλι.
Σε τοιχογράφησα στου νου μου τη σπηλιά
κι ήταν το σώμα σου μια πεταλούδα.
Πετούσες γύρω μου, δεν έβγαζες μιλιά
κι όμως μου φάνηκε να’πες «τραγούδα».
Και σου τραγούδησα τους ήχους των σκιών
και σιγοσάλεψες τ’άσπρα φτερά σου.
Τότε αγριέψανε οι φλόγες των κεριών,
μα τις ημέρεψες με τ’άγγιγμά σου.
Είδα το όραμα να γίνεται καπνός
που με τα χέρια μου τον ψηλαφούσα.
Βούτηξα πάλι στο σκοτάδι μοναχός
κι ήσουν η θύμηση που νοσταλγούσα.
08. Ποτέ δε ρώτησες
Κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά, μα έχεις τα ώτα σου κλειστά και με τη μοίρα σου καλά θέλεις να τα ’χεις
Πέφτει το βήμα σου βαρύ, τ’ ακούς να σέρνεται στη γη, αφού μεγάλωσες τότε καλά να πάθεις
Θυμάσαι που ήσουνα παιδί κι όλο ρωτούσες τη ζωή αν προς το μέρος σου τα ζάρια θα πετάξει
Και σε μαθαίναν η ευχή, να είναι πάντοτε κρυφή, λες κι η σιωπή την ανταπόδοση έχει τάξει
Ποτέ δε νοιάστηκες Όσα ο άνεμος τα παίρνει που τα πάει
Ποτέ δε σκέφτηκες Πώς νιώθει η θάλασσα στα βράχια όταν χτυπάει
Ποτέ δε ρώτησες το καναρίνι στο κλουβί του τί τραβάει
Ποτέ δεν έμαθες Αν το λουλούδι κάποια μέλισσα αγαπάει
Πόσες εκείνες οι φορές που σου ’παν απ’ τον κόσμο βγες, κι έτσι ανακάλυψες το τρίτο σου το μάτι
Και τ’ αποφάσισες εκεί, πάσχει από νόημα η ζωή και τη χαράμισες γυρεύοντας το κάτι
Και σε θυμάμαι να ρωτάς, αν είναι οι χτύποι της καρδιάς, που όταν πεθαίνεις απλά παύουν να χτυπάνε
Όμως δε ρώτησες πότε, αν θα σου έλεγε το ναι κι οι αναμνήσεις της το στήθος σου τρυπάνε
Ποτέ δε νοιάστηκες Όσα ο άνεμος τα παίρνει που τα πάει
Ποτέ δε σκέφτηκες Πώς νιώθει η θάλασσα στα βράχια όταν χτυπάει
Ποτέ δε ρώτησες το καναρίνι στο κλουβί του τί τραβάει
Ποτέ δεν έμαθες Αν το λουλούδι κάποια μέλισσα αγαπάει
Τώρα γυρίζεις και ρωτάς μα έχεις ξεχάσει ν‘ αγαπάς κι ό,τι σου δίνουν σαν το κόκκαλο το θάβεις
κι ούτε κατάλαβες ποτέ, άνθρωπε δύστυχε κουτέ, θάβοντας κόκκαλα, δικό σου λάκκο σκάβεις
δεν ξέρεις πλέον να γευτείς κι όλη την ώρα ακροβατείς, στης λογικής σου το σκοινί να ισορροπήσεις
Κι άμα την πτώση σου σκεφτείς, κάτι σε σπρώχνει ν’ αφεθείς, μα το σκοινί σου πλέον ντρέπεσαι ν’ αφήσεις
Ποτέ δε νοιάστηκες Όσα ο άνεμος τα παίρνει που τα πάει
Ποτέ δε σκέφτηκες Πώς νιώθει η θάλασσα στα βράχια όταν χτυπάει
Ποτέ δε ρώτησες το καναρίνι στο κλουβί του τί τραβάει
Ποτέ δεν έμαθες Αν το λουλούδι κάποια μέλισσα αγαπάει
09. Την πόρτα κλείνω
Φεύγω, βγαίνω στον κόσμο πάλι εμένα να γυρεύω
Φύγε, μα πες μου πρώτα η αγάπη σου που πήγε
Φεύγω, μα να κοιτάξω μες τα μάτια σου αποφεύγω
Φύγε, μα γύρνα πάλι κι άμα θέλεις ξαναφύγε
Την πόρτα κλείνω, ν’ απομακρύνω
όσα με πόνεσαν και το κλειδί πίσω μου αφήνω
Την πόρτα κλείνεις και τί μου δίνεις
Τα όνειρά μου παίρνεις και γυμνή μ’ αφήνεις
Φοβάμαι, πως στο κρεβάτι δε θ’ αντέχω να κοιμάμαι
Φοβάσαι, που τα φιλιά του πρωινού μας θα θυμάσαι
Φοβάμαι, που μες του κόσμου τους κανόνες μόνος θα ’μαι
Φοβάσαι, θα ’ναι η σκέψη μου κοντά σου μη φοβάσαι
Την πόρτα κλείνω, ν’ απομακρύνω
όσα με πόνεσαν και το κλειδί πίσω μου αφήνω
Την πόρτα κλείνεις και τί μου δίνεις
Τα όνειρά μου παίρνεις και γυμνή μ’ αφήνεις
Ήμουν στον άνεμο φτερό, μ’ ακολουθούσες
Όπου κοιτούσα τα νερά εσύ βουτούσες
Δεν είχα χέρια γι’ αγκαλιές, μα μ’ αγαπούσες
Σου ’λεγα θέλω να χαθώ και δε μιλούσες
Έπεφτα ν’ αποκοιμηθώ και με κοιτούσες
Ξύπναγα κι ήσουνα εκεί και με φιλούσες
Την πόρτα κλείνω, ν’ απομακρύνω
όσα με πόνεσαν και το κλειδί πίσω μου αφήνω
Την πόρτα κλείνεις και τί μου δίνεις
Τα όνειρά μου παίρνεις και γυμνή μ’ αφήνεις
10. Χαμογέλα λιγάκι
Μια μέρα ξυπνάς και βαριά έχεις μάτια. Κοιμάσαι πολύ κι όμως νιώθεις κομμάτια.
Καιρό έχεις μπει σ’ αυτό το τρυπάκι. Εσύ που κοιτάς, χαμογέλα λιγάκι.
Μια μέρα σε βρήκα σε κάποια πορεία, κεφάλι ψηλά μα στο βλέμμα απορία.
Βροχή δακρυγόνα σε κάποιο σοκάκι. Εσύ που ανασαίνεις τραγουδά λιγάκι.
Μια μέρα βιαζόσουν να πας στη δουλειά σου. Δεν πρόσεξες καν κι όμως ήμουν μπροστά σου.
Σου έγραψα μήνυμα σ’ ένα χαρτάκι, «εσύ που όλο τρέχεις, σταμάτα λιγάκι».
Μια μέρα σε είδα σε κάποια κηδεία. Τα ματιά θολά, στη φωνή σου ατονία.
Μια μέρα θα μπούμε στο ίδιο κουτάκι. Όσο είμαστε εδώ, χαμογέλα λιγάκι.
Μια μέρα γυρνούσες από ένα ταξίδι, με λάμψη στο βλέμμα, σοφία στο φρύδι.
Κρατάω το μικρό που μου πήρες δωράκι, σε σκέφτομαι και χαμογελάω λιγάκι.
Μικρό σιωπηλό θλιμμένο αγόρι, κορίτσι γλυκό που γελάς με το ζόρι,
σου έγραψα αυτό το μικρό τραγουδάκι, εσύ που τ’ ακούς χαμογέλα λιγάκι.